ανήσκιωτος
Смотреть что такое "ανήσκιωτος" в других словарях:
ανήσκιωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σκιά, που τον χτυπάει ο ήλιος 2. όποιος δεν έχει εφιάλτες στον ύπνο του 3. εκείνος που δεν έχει σωματικά χαρίσματα, παράστημα, ο άχαρος 4. αυτός που δεν έχει ήσκιο, δεν εμπνέει σεβασμό, ο ασήμαντος 5. (για γυναίκα)… … Dictionary of Greek
ανήσκιωτος — η, ο βλ. το ορθό ανίσκιωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)