ανήσκιωτος

ανήσκιωτος
η , ο см. ανίσκιωτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανήσκιωτος" в других словарях:

  • ανήσκιωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σκιά, που τον χτυπάει ο ήλιος 2. όποιος δεν έχει εφιάλτες στον ύπνο του 3. εκείνος που δεν έχει σωματικά χαρίσματα, παράστημα, ο άχαρος 4. αυτός που δεν έχει ήσκιο, δεν εμπνέει σεβασμό, ο ασήμαντος 5. (για γυναίκα)… …   Dictionary of Greek

  • ανήσκιωτος — η, ο βλ. το ορθό ανίσκιωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»